- θελεμός
- -ό (Α θελεμός, -όν)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο θελεμόςθέληση, βούληση («θελεμός τ' αφέντη στραβός ο τοίχος» — η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.)αρχ.1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του2. ήρεμος, ήσυχος.επίρρ...θελεμῶς (Α)(κατά τον Ησύχ.) «οἰκτρῶς, ἠσύχως».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. είναι παράγωγο τού θέλω, υπάρχει όμως αβεβαιότητα ως προς την ακριβή σημασία και την ετυμολογική προέλευση τού αρχαίου].
Dictionary of Greek. 2013.